Στα ρημοτόπια και στ' άγρια λόγγα που ξεχείμαζαν οι κτηνοτρόφοι και στα μακρινά στανοτόπια που περνούσαν τα καλοκαίρια τους, μακριά από τον κόσμο με μόνιμη απειλή τους κατσικοκλέφτες και το ξηραμένο (Σ.Σ: ο λύκος), φρόντιζαν να έχουν σκυλιά κοπαδιάρικα, μαθημένα από μικρά να φυλάνε νυχτοήμερα τα ζωντανά τους... ... Σ' ένα τσελιγκάτο με 10-12 κονάκια υπήρχαν 20-25 σκυλιά, ολόκληρο κοπάδι, για να μάχονται με τους λύκους που άμα τους «στράβωνε» η πείνα ξεχύνονταν από τις φωλιές τους κι «έσφαζαν» ανελέητα όποιο ζωντανό έβρισκαν στο διάβα τους! Τις ζαβές χειμωνιάτικες νυχτιές στα χειμαδιά ακούγονταν τα άγρια ουρλιαχτά των μανιασμένων λύκων, που αναζητούσαν κοπάδι ξεμοναχιασμένο να χορτάσουν την πείνα τους. Πολλές φορές που δεν κατάφερναν να πηδήξουν στο γρέκι του τζιομπάνου, κατασπάραζαν ακόμη και μουλάρια και γαϊδουράκια. Τα παραπεταμένα χουγιατά των πραταραίων, τα σφυρίγματα, το «ανάγκασμα» των τζομπανόσκυλων, οι απανωτές τουφεκιές, τα ασταμάτητα αλυχτήματα, ο πρόγγος των προβατιών, έδιναν κι έπαιρναν κάθε που «έπεφτε» ξηραμένο σε κάποια στάνη, «άχαζαν» τα βαθιολάγκαδα κι αντιλαλούσαν τα παράπλαγα, αναστατώνονταν μικροί - μεγάλοι ώσπου να «καταφέρουν» τα τζομπανόσκυλα και οι άντρες ν' αλαργέψουν το λύκο απ' τα κονάκια. Η φύση προίκισε τα πλάσματα της με χαρίσματα για να μπορέσουν να επιβιώσουν... Ετσι και τα «βλαχόσκυλα», για να τα βγάλουν πέρα με το δυνατό, γρήγορο και πανέξυπνο λύκο, τα εφοδίασε με τρομακτική βραχνή φωνή, αγριάδα στην όψη, σβελτάδα στο τρέξιμο, μεγάλη ικανότητα στο να «οσμίζονται» τον εχθρό κι αδιάλλακτο πάθος για την «εξόντωση» του. Τα τζομπανόσκυλα και οι τζιομπαναραίοι τους, είχαν ένα δικό τους «κώδικα» επικοινωνίας! Αυτά έδιναν το μήνυμα για ό,τι ένιωθαν και, ανάλογα με το αλύχτημά τους, το αφεντικό τους καταλάβαινε αν «σμίστηκαν» ζουλάπι ή άνθρωπο: αραιό αλύχτημά σήμαινε πως το ξηραμένο ήταν μακριά, συχνό και ασταμάτητο γαύγισμα όταν ο κίνδυνος ήταν κοντά, αγριεμένο αλύχτημα όταν ζύγωνε άνθρωπος στο γρέκι ή στο κονάκι, χαμηλότονο γαύγισμα κι επαναλαμβανόμενο στον ίδιο ρυθμό «κλαφούνισμα», σήμαινε πως τα σκυλιά κυνηγούσαν αλεπού. Η επιλογή... Από μικρά κουταβάκια οι κτηνοτρόφοι φρόντιζαν την ανατροφή των σκυλιών τους... Τα έδεναν μέσα στα μαντριά με τ' αρνιά τα βράδια για να μεγαλώνουν μαζί, να «δεθούν» με τα πρόβατα, τους έκοβαν το ένα αυτί για ν' ακούνε καλύτερα αλλά και να φαίνονται ομορφότερα. Διάλεγαν τα χρώματα τους ανάλογα με τις προτιμήσεις τους. Μεγάλη σημασία έδιναν στο σόι, γι αυτό αν κάποιος είχε σκύλα καλή, κοπαδιάρα, έβρισκε το μπελά του από τις παραγγελίες των άλλων που ήθελαν να τους «κρατήσει» ένα κουτάβι ανταποδίδοντας του την υποχρέωση με μια καλή ζυγούρα! Δεν είναι τυχαία η παροιμία «πάρε νύφη από σειρά και σκύλα από κοπάδι»... Οι πρατομάχοι τζιομπαναραίοι είχαν μια προσεγμένη και απαραβίαστη σχέση με τα σκυλιά τους. Τα τάιζαν αυτοί και μόνο αυτοί κάθε πρωί και κάθε βράδυ μέσα στο κοπάδι, για να μην υπακούουν σε κανέναν άλλο και για να μην κακομαθαίνουν, να μην αφήνουν σε καμιά περίπτωση τα πρόβατα και αναζητούν φαΐ στα κονάκια. Τα σκυλιά που χάζευαν γύρω από τα καλύβια τα έλεγαν κοτέλια, τεμπελόσκυλα δηλαδή και άχρηστα! Οι γυναίκες ζύμωναν και έψηναν κάθε δυο - τρεις μέρες «σκυλοψώμι», δηλαδή κουλούρα με πίτουρα. Οταν ψοφούσε κανένα αρνί ή πρόβατο, το «βλαχόσκυλο» το φύλαγε χωρίς να τα' αγγίξει, ώσπου να έρθει το αφεντικό να το κομματιάσει... Είχε μάθει από μικρό να μη «μαλάζει» το θρασίμι χωρίς εντολή. Αν κάποια τζομπανόσκυλα έβγαιναν ζημιάρικα - δηλαδή έτρωγαν πρόβατα, έμπαιναν στα κονάκια το χειμώνα ή στις πετροκάλυβες τα καλοκαίρια κι έτρωγαν το ψωμί, το αλεύρι ή το τομάρι με το τυρί- το τέλος τους ήταν σκληρό: τα κρεμούσαν με θηλιά από κάποιο δέντρο ή τα τουφέκιζαν! Θεριά ανήμερα
Οι νομάδες των Τζουμέρκων έχουν να «μολογάν» για «νοητά» σκυλιά, για ζαβά, θεριά ανήμερα, για σκυλοκαυγάδες και μάχες των σκυλιών τους σώμα με σώμα με τους λύκους, τα καπλάνια και τις αρκούδες στους λόγγους της Πίνδου.... Ολοι παινεύουν την αφοσίωση και τη μεγάλη προσφορά των πιστών τους συντρόφων στα δύσκολα χρόνια της τζιομπάνικης ζωής τους. Ετσι, «μολογάν» πως τα σκυλιά του Μελισσουργιώτη τσέλιγγα Γρηγόρη Μπαλιά ήταν μαλλιαρά και φοβερά σαν αρκούδια και γκρέμιζαν καβαλλάρη από το άλογό του, ο «Μπέλλος» του Πραμαντιώτη Γιώργου Λιανού έπιανε με τα δόντια του ανάλαφρα τα γεννησιάρικα αρνάκια από το «κοντό» ποδάρι κι έφερνε στο μαντρί όποια προβατίνα γεννούσε και δεν την έπαιρνε είδηση ο πρατάρης. Πάρα πολλοί τζιομπαναραίοι αναφέρουν περιπτώσεις «βλαχόσκυλων» που χώριζαν τα πρόβατα του κοπαδιού τους όταν έσμιγαν με άλλο κοπάδι, κυνηγώντας τα ξένα πρόβατα. Υπήρχαν όμως και σκυλιά ύποπτα, που «χύνονταν» στα κρυφά! «Κρυφόσκυλα» τα έλεγαν, δεν τα είχαν σε εκτίμηση, τα πρόσεχαν πολύ, τα έβριζαν, τα χούγιαζαν και τα έδερναν αλύπητα άμα μπορούσαν, γιατί θεωρούσαν «μπαμπεσιά» την ύπουλη και πισώπλατη ενέργεια τους. Στο δρόμο για τα χειμαδιά και τα βουνά αντίστοιχα, τα τζομπανόσκυλα ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των χωρικών, που όντας αμάθητοι, έτρεχαν να οχυρωθούν σε κάποιο κοτρόνι ή να σκαλώσουν σε κάποιο δέντρο από την αγωνία τους... Σπάνια «χυμούσαν» σε άνθρωπο στις στράτες τα σκυλιά αυτά, αλλά η τρομάρα των χωρικών ήταν δικαιολογημένη. Βέβαια μια φωνή του τζιομπάνου αρκούσε να μερώσει αυτά τα αγρίμια του λόγγου, που ξεχνούσαν στη στιγμή τη σκληράδα τους κι έπεφταν κατάχαμα επί τόπου. Παρά τις αναμφισβήτητες ικανότητες, τα τζομπανόσκυλα δεν τα κατάφερναν πάντα να προφυλάξουν το κοπάδι τους από το λύκο, το γέννημα και το θρέμμα του λόγγου. Αλλοτε τα έπιανε στον ύπνο, άλλοτε τα ξεγελούσε με έξυπνα στρατηγήματα, άλλοτε κάνοντας κατά μέτωπο επίθεση, κινημένος από την απόγνωση της πείνας, όλο και ξέκοβε κάποιο γιδοπρόβατο ή κι ολόκληρο φτερό κοπαδιού, ταπεινώνοντας τα βλαχόσκυλα ανεπανόρθωτα! Οι ζημιές... Εκτός από το λύκο, μεγάλες ζημιές έκαναν στα κοπάδια τα τσακάλια, οι αλεπούδες, οι αρκούδες και οι αετοί. Οι αετοί ορμούσαν με φτεροσάλαγο στους γκρεμούς που βοσκούσαν τα ζυγούρια και τα βετούλια, και τα γκρέμιζαν στα στεφάνια και στους γκρεμούς! Παλιοί ζγουριαραίοι αναφέρουν πως άμα «γλυκαίνονταν» ο αητός σ' ένα ζγουροκόπαδο, δεν έφευγε εύκολα απ' αυτό... Γνώριζε τα κουδούνια των κριαριών και το ακολουθούσε! Ενας Πραμαντιώτης έφερε τα ζυγούρια του από τα Κούτσουρα Ασπροποτάμου στα Πράμαντα, γιατί τα είχε αφανίσει ένας αετός. Το πουλί όμως αυτό «τον πήρε από κοντά» και τον έφερε στο χωριό, προξενώντας του ζημιά κάθε τόσο. Μια νύχτα ο πρατάρης έβγαλε όλα τα κουδούνια από τα κριάρια και τα ζυγούρια κι άλλαξε «σύρμα» στο κοπάδι του, ώσπου τελικά ο αετός έχασε τα ίχνη του και ησύχασε ο άνθρωπος και τα ζωντανά του. ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ; Ο λύκος «χαβώνει» έλεγαν οι πραταραίοι, εννοώντας το ξάφνιασμα, την αμηχανία που ένιωθε ο άνθρωπος που συναντούσε αναπάντεχα το αγρίμι αυτό...Και καμιά φορά η ταραχή του ήταν τόσο μεγάλη που, μέχρι να συνέρθει, ο λύκος έκανε ζημιά στα ζωντανά του.
ethnos.gr
0 Comments
Leave a Reply. |
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τις καταγγελίες, τα παράπονα και τις απόψεις σας, μπορείτε να τα στείλετε στο email: taneatismikrospilias24@yahoo.gr και θα τα δημοσιεύσουμε. Αρχεία
June 2014
|