Η Διάπλασις των Παίδων είναι το μακροβιότερο ελληνικό περιοδικό για παιδιά, αφού κόντεψε να κλείσει έναν αιώνα ζωής: άρχισε να κυκλοφορεί το 1879 και πρέπει να τερμάτισε τον βίο της λίγο πριν ή λίγο μετά το 1970... ... Ωστόσο, έχει (και δίκαια) συνδεθεί με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος ανέλαβε διευθυντής της από το 1896 και έμεινε στο τιμόνι του περιοδικού αρκετές δεκαετίες. Φυσικά, η Διάπλασις πρόσφερε στους αναγνώστες της την κατεστημένη εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση, ωστόσο δεν παρέλειπε τα εκλεκτά λογοτεχνικά έργα (την πρώτη περίοδο, πολλά μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν μεταφράζονταν στη Διάπλαση αμέσως μετά την κυκλοφορία τους στη Γαλλία) αλλά ίσως η μεγαλύτερη προσφορά της να ήταν ότι έδινε στους συνδρομητές της την ευκαιρία να πάρουν μέρος σε μια κοινότητα φίλων όπου ο καθένας χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο, να δοκιμάσουν την τύχη τους σε διαγωνισμούς κτλ., να ανταλλάξουν τετράδια με «Μικρά Μυστικά» και γενικά να επικοινωνήσουν με άλλους χρήστ… άλλους συνδρομητές ήθελα να γράψω, αλλά παρασύρθηκα: πράγματι, η ομοιότητα της τότε αλληλεπίδρασης με αυτήν που γίνεται σήμερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι εντυπωσιακή. Άλλωστε, ατού –και πηγή εσόδων-του περιοδικού ήταν οι χιλιάδες συνδρομητές του, και το μοντέλο της Διάπλασης το ακολούθησαν αργότερα και άλλα νεανικά περιοδικά. Εγώ όπως είπα τη Διάπλαση την πρόλαβα στα τελευταία της, και σε αυτή την κοινότητα ελάχιστα πήρα μέρος. Θυμάμαι ότι πήρα ψευδώνυμο αλλά… δεν θυμάμαι ποιο ήταν· ωστόσο, διατηρώ στη μνήμη μου την πρώτη και μοναδική αγγελία που έστειλα: Άσπρε Αράπη, ζητώ τη φιλία σου. Συνδρομητές της Διάπλασης ήταν ως παιδιά ή έφηβοι αρκετοί γνωστοί λογοτέχνες, όπως ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (με το ψευδώνυμο Αιθήρ και αργότερα ως Όψιμος Κρίνος), ο Ρώμος Φιλύρας (Κορινθιακό Κύμα), ο Κλέων Παράσχος (Αφροστεφανωμένο Κύμα), ο Πέτρος Χάρης (Κυανόλευκο Λάβαρο), ο Νίκος Καββαδίας (Μικρός Ποιητής) κτλ. Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας δεν έγινε συνδρομητής της Διάπλασης ως παιδί. Στην Πλατανούσα του νομού Ιωαννίνων, όπου γεννήθηκε, ελάχιστα έντυπα έφταναν τον μεσοπόλεμο, και πάντως όχι παιδικά περιοδικά –εφημερίδες κυρίως, στις οποίες είχε προνομιακή πρόσβαση αφού ο πατέρας του ήταν ταχυδρόμος. Ούτε και αργότερα, όταν πήγε στην Άρτα για να φοιτήσει στο γυμνάσιο [με την παλιά έννοια του όρου, που αντιστοιχεί στη σημερινή Γ’ Γυμνασίου και στο Λύκειο] δεν γράφτηκε συνδρομητής στη Διάπλαση –από τη μια δεν περίσσευαν χρήματα για τη συνδρομή, κι από την άλλη ίσως να την είχε ξεπεράσει, να είχε στραφεί σε περιοδικά για μεγάλους. Θυμάται στο αυτοβιογραφικό του Από μικρός στα γράμματα: Για να μπορώ να παρακολουθώ τα εβδομαδιαία φύλλα, υποβάλλομουν σε μαρτυρικές, αφάνταστες στερήσεις. Και τιμωρούσα ο ίδιος τον εαυτό μου, αμείλιχτος κριτής του. «Σήμερα –έλεγα μέσα μου- έδωσες μιάμιση δραχμή για το «Μπουκέτο»! Λοιπόν δε θα φας στο μαγερειό ούτε μεσημέρι, ούτε βράδυ. Θα περάσεις με κάνα δυο πορτοκάλια ή με σαρδέλες παστές. Το φαΐ, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει αξία. Τα περιοδικά όμως μένουν, στοιβάζονται σαν τα προικιά». Αργότερα, επειδή δεν τα ’βγαζα πέρα μοναχός μου, κανόνιζα να μου αγοράζει το «Θεατή» -άλλο μεταλλείο- κάποιος συμμαθητής μου απέναντι υπηρεσίας. Μ’ είχε βάλει να του γράψω ένα ποίημα με τ’ όνομά του (καλή αρχή!) που δημοσιεύτηκε σε κατώτερο περιοδικό, τη «Σφαίρα», κι από τότε πλήρωνε τη φιλοδοξία του ή καλύτερα την ευγνωμοσύνη του σε μένα με δραχμές έξι το μήνα, ελπίζοντας πάντα και σε ανανέωση της δικής μου συνεργασίας. Ένα έξοδο γερό έκαμα για έντυπο, κι αυτό θα το θυμάμαι σ’ όλη τη ζωή μου. Ήταν για τα έργα του Κρυστάλλη. Εκεί στο βιβλιοπωλείο του Σκαμνέλου, όπου συχνάζαμε εμείς οι φιλότεχνοι και που απορώ πώς μας ανεχόταν ο μαγαζάτορας, αφού δεν είχε καμιά ωφέλεια από μας, βρισκόνταν στο ράφι δυο τόμοι με κόκκινο ξώφυλλο, που ήταν οι στίχοι και τα πεζά του Κώστα Κρυστάλλη, έκδοση Εστίας. Από καιρό το ’χα στο μάτι μου κι όλο έλεγα να τ’ αγοράσω. Αλλά δεν πετύχαινα μαζωμένα λεφτά. Κι οι μήνες περνούσαν, χωρίς να μου λιγοστεύει καθόλου ο πόθος, ούτε και να νοιάζεται κανένας άλλος για τα έργα του άτυχου Κρυστάλλη. Τέλος μια μέρα, που είχα πάρει απ’ το ταμείο το μισθό του πατέρα μου, αποφάσισα να ρωτήσω για τον τύπο, ενώ ήξερα καλά την τιμή: -Πόσο κάνει κείνο εκεί; Ο μακαρίτης (φαντάζομαι) Σκαμνέλος μου ρίχνει μια δύσπιστη ματιά –μονάχα για μελάνη μας είχε μουστερήδες- και κατεβάζει τους δυο τόμους τινάζοντάς τους τη σκόνη: -Εικοσιπέντε δραχμές, που γράφει απ’ έξω, και δυόμιση προμήθεια, το όλον είκοσι εφτά και μισή. Πού βρήκα τη δύναμη να του μετρήσω όλο το ποσό; Με τρεμάμενα δάχτυλα πήρα τον έντυπο θησαυρό κι έφυγα σα να με κυνηγούσαν ερινύες. Για μέρες, για βδομάδες είχα τη συναίσθηση πως κριμάτισα βαριά, πως δε θα ’βρισκα συχώρεση σ’ αυτόν τον κόσμο. Και για να εξιλεωθώ, έκαμα πολυήμερη νηστεία με τις φτηνότερες ελιές που βρίσκονταν στην Άρτα… Ωστόσο, αν ο μαθητής Κοτζιούλας δεν έγινε συνδρομητής στη Διάπλαση με κάποιο ψευδώνυμο, ο φοιτητής Κοτζιούλας έγινε κάτι καλύτερο, συνεργάτης του περιοδικού και βέβαια με το πραγματικό του όνομα. Τα στοιχεία για τη συνεργασία τα έφερε στην επιφάνεια ο θείος μου ο Κώστας Μίσσιος, χαλκέντερος γραμματολόγος της λεσβιακής διανόησης, που τον ευχαριστώ πολύ. Η πρώτη εμφάνιση του ονόματος του Κοτζιούλα στη Διάπλαση γίνεται στο τεύχος της 19ης Μαΐου 1928. Στη στήλη Αλληλογραφία της Διαπλάσεως υπάρχει, πρώτη πρώτη μάλιστα, η εξής καταχώρηση: Ένας φοιτητής της φιλολογίας, ο Γεώργος [sic] Κοτζιούλας, που γράφει και πολύ ωραία ποιήματα, μόλις προ ολίγου έκαμε τη γνωριμία μου: έπεσε στα χέρια του ένας τόμος μου, στον οποίο βρήκε «αριστουργηματικά έργα του Άγρα, του Στασινόπουλου και του Παναγιωτόπουλου, των τριών καλυτέρων από τους νέους ποιητάς μας». Έτσι αποφάσισε κι αυτός να μου στέλνει ποιήματα κι εγώ είμαι πολύ ευχαριστημένη που αποκτώ ένα νέο καλό συνεργάτη. Τη στήλη την έγραφε ο Ξενόπουλος ή ο Ν. Παπαδόπουλος, αλλά χρησιμοποιούσαν το θηλυκό γένος («είμαι πολύ ευχαριστημένη») αφού την υπέγραφε η Διάπλαση. Ο Κοτζιούλας ήταν τότε 19 χρονών, φοιτητής της Φιλοσοφικής. Η πρώτη συνεργασία δεν άργησε. Στο αμέσως επόμενο τεύχος, της 26ης Μαΐου 1928, δημοσιεύεται ένα ποίημα του Κοτζιούλα, που το αναδημοσιεύω εδώ επειδή είναι αθησαύριστο, παρόλο που είναι πρωτόλειο και ο ποιητής δεν το συμπεριέλαβε στην πρώτη του συλλογή (τα Εφήμερα, το 1932). ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΜΑ Το βλέμμα βυθισμένο στο μάκρος του έρμου δρόμου, κι εγώ όλο περιμένω σαν πάντα τ’ όνειρό μου. Κι εγώ όλο περιμένω στην άδεια μοναξιά μου τ’ όνειρο το χαμένο μαζί με τη χαρά μου. Γι’ αυτό όλο συλλογιέμαι κι είμαι όλος προσδοκία, μ’ αυτό απολησμονιέμαι συχνά μπρος στα βιβλία. Κι απ’ την αυγή ως το βράδυ αυτό γυρεύω ολοένα στο φως και στο σκοτάδι με μάτια λυπημένα. Το αντάμωσα σαν ξένο ποτέ στη ζωή μου τάχα ή νυχτογεννημένο στον ύπνο μου μονάχα; Ποιος ξέρει… ωστόσο μένει βαθιά μου η ανάμνησή του και κάτι απ’ τη σβησμένη, την άπιαστη μορφή του. Φεύγει ο καιρός με βιάση κι οι μέρες μου περνάνε· μα εγώ λέω πως θα φτάσει μιαν ώρα όπου και να’ ναι… Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ Στις 25 Αυγούστου 1928 ένα ακόμα ποίημα, «Αυγή», που επίσης είναι αθησαύριστο και δεν έχει συμπεριληφθεί σε κάποια συλλογή του Κοτζιούλα. Η τρίτη συνεργασία έρχεται έναν χρόνο αργότερα, στις 10 Αυγούστου 1929. Πρόκειται για το ποίημα «Εσπερινός», που το βρίσκουμε και στην πρώτη συλλογή του Κοτζιούλα, ξαναδουλεμένο όμως, με κάποιες διαφορές από την πρώτη δημοσίευση. Δυο μήνες αργότερα, στο τεύχος της 19ης Οκτωβρίου, ένα τέταρτο ποίημα, το «Δειλινό», καρυωτακικής επίδρασης –ο εικοσάχρονος Κοτζιούλας, όπως και πάμπολλοι της γενιάς του, στα πρώτα του βήματα βρισκόταν κάτω από την επιρροή του αυτόχειρα της Πρέβεζας, αν και δεν άργησε να την ξεπεράσει. Το ποίημα το συμπεριέλαβε (με ελάχιστες διαφορές στη στίξη) ο Κοτζιούλας στην πρώτη συλλογή του, και έχει ενδιαφέρον επειδή είναι το μοναδικό της συλλογής στο οποίο υπάρχει έστω και συγκαλυμμένη, μέσα από τη μορφή της νοσταλγίας για τη μάνα, η αντιπαράθεση Πλατανούσας και Αθήνας, μια αντίθεση που πρόκειται να γίνει οξεία και κυρίαρχη στα επόμενα χρόνια. Το αναδημοσιεύω εδώ: ΔΕΙΛΙΝΟ Άθυμος παίρνω πάλι ένα βιβλίο, το ξεφυλλίζω κι έπειτα το κλείω. Από τους στίχους τι να περιμένει μια θλιβερή ψυχή βασανισμένη; Κοιτάζω τη μεγάλη πολιτεία και τα παιδιά που παίζουν στην πλατεία. Για μια στιγμή τα μάτια θα σφαλίσω κάποια χαρά παλιά ν’ αναπολήσω. Την ώρα ετούτη η μάνα μου θα στέκει στο ερημικό κατώφλι και θα πλέκει. Θα συλλογιέται εμένα δίχως άλλο και θα ’χει στην καρδιά πόνο μεγάλο. Μαύρο πουλί που διάβηκες μπροστά μου, φέρ’ της εκεί τα χαιρετίσματά μου. Εγώ θα μείνω ωσότου να βραδιάσει να μ’ εύρει η νύχτα ολόμονο στην πλάση. Στις 15 Μαρτίου 1930 έχουμε μια ακόμα συνεργασία, το ποίημα «Αγρύπνια» (κι αυτό στα Εφήμερα). Ακολουθεί διακοπή ενός χρόνου και ο Κοτζιούλας εμφανίζεται και πάλι (ή ίσως μισοεμφανίζεται, αφού υπογράφει Γ. Κοτζ.) στο τεύχος της 7ης Φεβρουαρίου 1931, με ένα πεζό κείμενο σχεδόν μίας στήλης με τίτλο «Μητέρα». Ένα μήνα αργότερα, στις 7 Μαρτίου 1931, νέα συνεργασία, με ένα εκτενέστερο πεζό (το μεγαλύτερο μέρος μιας σελίδας), είδος χρονογράφημα για παιδιά, με τίτλο «Αποχωρισμοί», στο οποίο ο Κοτζιούλας θυμάται τα παιδικά του χρόνια, όταν αναγκάστηκε (σε ηλικία 11 ετών) να ζήσει μακριά από τους δικούς του, αφού έπρεπε να πάει σε μακρινό χωριό για να φοιτήσει στο Σχολαρχείο, και τον οξύ πόνο που ένιωθε. Στο τέλος, εκμυστηρεύεται ότι τώρα έχει καιρό που λείπει από τους δικούς του, αλλά λογαριάζει να τους επισκεφτεί και πάλι –και σκέφτεται την αγαπημένη του γιαγιά, τη βάβω τη Θόδω: «Θα με φιλήσει καθώς πάντα, ενώ θα φεύγω, και πώς θα κρατηθώ να μη φωνάξω, που θα ξέρω πως θα ’ναι η τελευταία ίσως φορά;» Φτωχός καθώς ήταν ο Κοτζιούλας, δεν του ήταν εύκολο να ταξιδεύει στο χωριό του –το ταξίδι τελικά δεν μπόρεσε να το κάνει εκείνη τη χρονιά, αλλά μόνο την επόμενη, το 1932· και μετά δεν κατόρθωσε να ξανανέβει στο χωριό του παρά μόνο το 1941, όταν το φάσμα της πείνας τον έδιωξε από την καταχτημένη πια Αθήνα. Στις 27 Ιουνίου 1931, στη στήλη της Αλληλογραφίας του περιοδικού, δημοσιεύεται η εξής αναγγελία: Από το ερχόμενο φυλλάδιο θ’ αρχίσει η «Μικρή άγνωστη». Τη μεταφράζει, καθώς σας είπα, ο κ. Γ. Κοτζιούλας, που έχει δημοσιεύσει και σε μένα αρκετά ποιήματα και πεζά. Τον ξέρετε λοιπόν κι είναι περιττό να σας πω για το γερό του ταλέντο και το ωραίο του γράψιμο. Η μετάφρασή του, καθαυτό λογοτεχνική, είναι αντάξια του πρωτοτύπου. Και πράγματι, στο επόμενο τεύχος, στις 4 Ιουλίου 1931, δημοσιεύεται πρωτοσέλιδη η πρώτη συνέχεια του εφηβικού μυθιστορήματος «Η μικρή άγνωστη» υπό L. de Kerany -από τη Βικιπαίδεια βρίσκω ότι με το ψευδώνυμο Leon de Kerany έγραψε «λαϊκά» μυθιστορήματα η Marie Zoé Honorine Palasne de Champeaux (1875-1932). Η μετάφραση δημοσιευόταν επί 20 συνέχειες, ως τις 14 Νοεμβρίου 1931, και ασφαλώς ο Κοτζιούλας θα πληρώθηκε για τη δουλειά αυτή –δεν αποκλείεται μάλιστα να ανέβαλε το ταξίδι στην Πλατανούσα ακριβώς επειδή είχε να μεταφράσει το μυθιστόρημα της Διάπλασης. Ενόσω συνεχιζόταν η δημοσίευση των συνεχειών της «Μικρής άγνωστης», στο φύλλο της 17ης Οκτωβρίου 1931, δημοσιεύτηκε στη Διάπλαση κι ένα σύντομο ποίημα του Κοτζιούλα, μόλις δυο στροφές, η «Φτωχολογιά», που κι αυτό συμπεριλήφθηκε αργότερα στην πρώτη του συλλογή. Ουσιαστικά αυτή είναι η τελευταία συνεργασία του Κοτζιούλα στη Διάπλαση: ΦΤΩΧΟΛΟΓΙΑ Είν’ άρρωστη η μητέρα βαριά από τη Δευτέρα. Καθώς έχει κερώσει, μη δε θα ξημερώσει;… Καημένη μου Φανούλα, θα μείνεις ορφανούλα· ποιος ξέρει και σε τίνος τα χέρια θα’ ναι ο Ντίνος! iPaideia.gr
0 Comments
Leave a Reply. |
ΕπικοινωνίαΤις καταγγελίες, τα παράπονα και τις απόψεις σας, μπορείτε να τα στείλετε στο email:
taneatismikrospilias24 @yahoo.gr Δημοφιλέστερα άρθρα |