Την Τρίτη 24 Απριλίου 1979, η κίνηση γύρω από ένα χοιροστάσιο στη θέση «Βακαλόπουλος» στο Κάτω Χαρβάτι Παλλήνης ήταν ασυνήθιστη: άνδρες της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Προαστίων Πρωτευούσης, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης Δ. Τρουγκάκος καθώς και πολλοί περίοικοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τα τεράστια φρεάτια του χοιροστασίου, την ώρα που ένα συνεργείο εκκένωσης βόθρων είχε αρχίσει τη συλλογή του περιεχομένου τους... ... Η αιτία όλης αυτής της κινητοποίησης ήταν πως οι αστυνομικοί υποψιάζονταν ότι σε κάποιο σημείο των εγκαταστάσεων του χοιροστασίου, ακόμα και στους βόθρους του, ήταν πιθανόν να υπάρχουν ίχνη του επί ένα μήνα εξαφανισμένου Χρήστου Κοντού, 37 ετών, παντρεμένου με 26χρονη Κατερίνα και πατέρα τριών παιδιών, δύο αγοριών 7 και 4 ετών και μίας κόρης 6 ετών. Η Κατερίνα Κοντού, σε παλιότερη φωτογραφία Οι συγγενείς του υποστήριζαν πως στην πραγματικότητα ο Κοντός είχε δολοφονηθεί και το πτώμα του είχε πεταχτεί, ολόκληρο ή τεμαχισμένο, σε κάποιο απόμερο σημείο του χώρου. Τις ίδιες υποψίες είχε και ο Δ. Τρουγκάκος, ο οποίος την προηγούμενη ημέρα είχε προσκομίσει στους αστυνομικούς την κασέτα του αυτόματου τηλεφωνητή του σπιτιού του θύματος, όπου είχαν καταγραφεί οι τηλεφωνικές συνομιλίες της Κατερίνας τις προηγούμενες ημέρες. Σε αυτή «η γυναίκα μιλούσε στους συγγενείς της μόνο για το θέμα της οικονομικής τακτοποιήσεώς της, χωρίς να κάνει καμιά κουβέντα προς την κατεύθυνση της ανευρέσεως του εξαφανισθέντος. Χειριζότανε τα ζητήματά της σαν ο άντρας της να έχει βγει από τη μέση οριστικά […]» (εφ. Ελευθεροτυπία, 26 Απριλίου 1979, σελ. 3). Το μόνο απτό στοιχείο που είχε στη διάθεσή της η αστυνομική έρευνα ήταν κάποιες κηλίδες αίματος που είχαν βρεθεί στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στο σπίτι όπου διέμενε η οικογένεια Κοντού, πάνω από την αποθήκη ζωοτροφών του χοιροστασίου. Όμως, κανείς δεν μπορούσε να βεβαιώσει αν το αίμα αυτό ανήκε στον Κοντό ή προερχόταν από κάποιο σφαγμένο γουρούνι. Η έρευνα στον πρώτο από τους δύο βόθρους έφερε, πράγματι, αποτέλεσμα: αργά το απόγευμα, ανάμεσα στα λύματα εντοπίστηκε ένα μεγάλο κόκαλο με ίχνη από κρέας, που έμοιαζε να αποτελεί μέρος ανθρώπινου μηρού. Το εύρημα παραδόθηκε στην ιατροδικαστική υπηρεσία για περαιτέρω έλεγχο, ενώ οι αστυνομικοί έσπευσαν αμέσως σε διαμέρισμα της οδού Εκαταίου, στον Νέο Κόσμο της Αθήνας, όπου είχε εγκατασταθεί προσωρινά η Κοντού με τα παιδιά της, προκειμένου να την μεταφέρουν για ανάκριση στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστίων. Καθώς ήταν η δεύτερη φορά, μέσα σε λίγες μέρες, που καλούταν για εξέταση, η Κοντού εξέφρασε την απορία της για το γεγονός ότι η αστυνομικοί υποψιάζονταν πως είχε δολοφονήσει τον άντρα της, εξαπέλυσε κατηγορίες εναντίον του επειδή την άφησε μόνη της με τρία παιδιά, ενώ υποστήριξε ότι το κόκαλο ήταν κάποιου σφαγμένου γουρουνιού. Η ανάκριση διήρκεσε όλη τη νύχτα και έως το μεσημέρι της 25ης Απριλίου, με την Κοντού να επιμένει πως ο άντρας της είχε φύγει ξαφνικά από το σπίτι και το χοιροστάσιο με δύο ακόμα άγνωστους άντρες, τους οποίους χαρακτήρισε ως «αγριάνθρωπους και χασικλήδες». Η ομολογία Όμως, γύρω στις 4.30 το απόγευμα, η κατάσταση μεταβλήθηκε αιφνίδια: ήταν η ώρα που στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστίων έφτασε η πληροφορία ότι στον δεύτερο βόθρο του χοιροστασίου και μέσα σε μια σακούλα βρέθηκαν ματωμένα ρούχα που ανήκαν στον Χρήστο Κοντό, ενώ και η ιατροδικαστική υπηρεσία βεβαίωνε πως το κόκαλο ανήκε σε άνθρωπο. Τότε, η Κοντού «έσπασε» και ομολόγησε πως είχε δολοφονήσει τον άντρα της στις 25 Μαρτίου και ακολούθως τον είχε κάψει με βενζίνη και τα απομεινάρια τα είχε ρίξει στον βόθρο για να τα εξαφανίσει. «Στάχτη έπρεπε να γίνει, στάχτη τον έκανα» είπε σε μια αποστροφή του λόγου της στους εμβρόντητους αστυνομικούς. Την επόμενη μέρα, η Κοντού μεταφέρθηκε στο χοιροστάσιο για την αναπαράσταση του εγκλήματος, μέσα σε κλίμα έντασης. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων «δύναμη από δεκάδες χωροφύλακες συγκρατούσε τα αδέλφια και άλλους συγγενείς και φίλους του θύματος, που όρμησαν δύο φορές να την λυντσάρουν με φωνές: “Σκοτώστε την πόρνη”. Για μια στιγμή ένας από τους αδελφούς του νεκρού όρμησε να σηκώσει και να ανατρέψει το Ι.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρισκόταν, ανάμεσα σε χωροφυλακίνες και χωροφύλακες, η συζυγοκτόνος» (εφ. Ελευθεροτυπία, 27 Απριλίου 1979, σελ. 3). Σύμφωνα με όσα είπε η Κοντού στην ομολογία της αλλά και κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης, η αντίστροφη μέτρηση για τον φόνο άρχισε το μεσημέρι της Δευτέρας 25 Μαρτίου, όταν ο άντρας της επέστρεψε μεθυσμένος από το σπίτι ενός γείτονα (του κυρ-Βασίλη, όπως τον αποκαλούσαν οι περίοικοι) και ζήτησε από την Κατερίνα να κατέβει στο κελάρι για να του φέρει και άλλο κρασί. Όταν αυτή αρνήθηκε, ο Κοντός την κτύπησε με έναν συρματένιο βούρδουλα. Το απόγευμα, οι δυο τους πήγαν να ταΐσουν τα ζώα και γύρω στις 7.30 ο Κοντός αποφάσισε να πάει σε ταβέρνα της περιοχής για να πιει. Η Κατερίνα επιχείρησε να τον αποτρέψει και τότε αυτός την γρονθοκόπησε και με ένα μαχαίρι την απείλησε πως θα την σκότωνε. Η Κοντού άρπαξε ένα σωλήνα μήκους 65 εκ. (από την τσάπα με την οποία ανακάτευαν τις τροφές των ζώων) και κτύπησε τον άντρα της δύο φορές, την ώρα που αυτός περνούσε το κατώφλι της πόρτας. Ζαλισμένος από τα κτυπήματα, ο Χρήστος Κοντός κατρακύλησε στα σκαλιά ως το ισόγειο. Η Κοντού τον πλησίασε και τον κτύπησε άλλες τέσσερις φορές. Στα γουρούνια… «Τον χτυπούσα μέχρι να ξεψυχήσει» εξήγησε η ίδια στους αστυνομικούς και τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Παν. Γιαμαρέλλο κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης. «Όταν βεβαιώθηκα πως ήταν νεκρός πέρασα ένα σχοινί στις μασχάλες του και τον έσυρα. Ήταν πολύ βαρύς (σ.σ.: σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, το θύμα ζύγιζε 100-120 κιλά). Τον τράβηξα μέχρι τον τόπο που καίμε τα σκουπίδια. Του έριξα βενζίνα από το μηχανάκι του και ξύλα. Έβαλα φωτιά αλλά ύστερα από μισή ώρα έσβησε η φωτιά χωρίς να τον κάψει ολόκληρο. Ξαναπήρα βενζίνα από το μοτοποδήλατο. Έριξα και περισσότερα ξύλα και ξανάβαλα φωτιά, η οποία κράτησε μία ώρα περίπου. Κάηκε. Το κεφάλι του είχε γίνει ένα στρογγυλό μεγάλο κάρβουνο και το μάζεψα και το έριξα σε μια σακούλα νάιλον μαζί με μερικά κόκαλα που δεν είχαν καεί και πήγα και τα έριξα στον βόθρο αποχετεύσεως των απορριμμάτων των ζώων, στο παχυντήριο των γουρουνιών». Μετά, έριξε στον βόθρο ένα σεντόνι, τις μαξιλαροθήκες και δύο παντελόνια του θύματος με τα οποία προηγουμένως είχε σκουπίσει τα αίματα στην σκάλα και κατόπιν καθάρισε τα σημείο που είχε κάψει τον άντρα της. «[…] Νιώθω στεναχώρια που σκότωσα τον άντρα μου. Δεν τον μισούσα, μα δεν είχα δει μαζί του άσπρη μέρα. Εννιά χρόνια παντρεμένη, πέρασα δυστυχισμένη ζωή. […] Με σκότωνε κάθε μέρα. […] Δεν ήθελα να τον σκοτώσω, δεν είμαι φόνισσα, εγώ δεν φταίω γι αυτό» κατέληξε η Κοντού. Το παρελθόν Ο Χρήστος Κοντός καταγόταν από προσφυγική οικογένεια και διέμενε στο χωριό Σταυρός Φαρσάλων. Μετά τον γάμο τους με την Κατερίνα εγκαταστάθηκαν στο χωριό της, την Παλληκαριά Τρικάλων. Σύμφωνα με την αδελφή του Κοντού, Στέλλα Αποστολογάμπρου, ο αδελφός της αναγκάστηκε να παντρευτεί την Κατερίνα μετά από πιέσεις του πατέρα της, επειδή την είχε αφήσει έγκυο. Μάλιστα, όπως είπε χαρακτηριστικά στους δημοσιογράφους «τα αδέλφια της απειλούσαν τον Χρήστο πως ή θα την πάρει ή θα τον σκοτώσουν. Ούτε που πρόλαβαν να πάνε στον γάμο οι συγγενείς. Από τότε και ως την ημέρα του φόνου, το ζευγάρι ποτέ δεν τα πήγαινε καλά». Ο Κοντός περιγραφόταν ως ένας βίαιος και μέθυσος άντρας, που ερχόταν συχνά σε προστριβές με τη γυναίκα του, γεγονός που επιβεβαίωσε ο Δ. Τρουγκάκος και άλλοι κάτοικοι της περιοχής. Σύμφωνα με τους συγγενείς του θύματος «δεν τα πήγαιναν καλά, γιατί τον απατούσε. Έκλεινε τα παιδιά της μέσα στο σπίτι και έτρεχε εδώ και εκεί» (δηλώσεις του Πέτρου Κοντού στις 25 Απριλίου 1979), ενώ «η φόνισσα για να του κάνει την παραμικρή δουλειά του ζητούσε χρήματα. Ζητούσε να της γράψει και τα χωράφια του. “Εγώ για τα χωράφια παντρεύτηκα τον γιο σου” έλεγε στον πατέρα μου. Εξαιτίας της νύφης του, πέθανε από καρδιακή προσβολή ο πατέρας μου, πριν από μερικά χρόνια. Η μικρή ήταν πόρνη. Εγώ έφαγα τον αδελφό μου. Πριν ένα εξάμηνο έμαθε πως τον απατούσε με έναν επιπλοποιό κι ήθελε να την διώξει. Έπεσε εγώ στα πόδια του και του ‘πα: “Όλα ψέματα είναι Χρήστο μου”. Έτσι την κράτησε» (δηλώσεις της Στέλλας Αποστολογάμπρου στους δημοσιογράφους στις 26 Απριλίου 1979). Το 1975, κι ενώ κατοικούσαν ακόμα στην Παλληκαριά, η Κοντού αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον άντρα της, κτυπώντας τον μ’ ένα τσεκούρι την ώρα που αυτός κοιμόταν. Προκειμένου να δικαιολογήσει την πράξη της, η Κοντού είχε ισχυριστεί τότε πως ο άντρας της «είχε σχέσεις με μια συγγενή του και όταν του έλεγα να διακόψει με έδερνε». Κατά τη δίκη, που πραγματοποιήθηκε λίγους μήνες αργότερα, η Κοντού καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών με αναστολή, καθώς το δικαστήριο αναγνώρισε πως βρισκόταν σε «πλήρη σύγχυση» κατά τη στιγμή της απόπειρας. Το 1976 το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (Νέος Κόσμος) και τον Οκτώβριο του 1978, ο Δ. Τρουγκάκος προσέλαβε και τους δύο στην επιχείρησή του, στην Παλλήνη, παραχωρώντας τους το σπίτι πάνω από την αποθήκη των ζωοτροφών. Όπως θα πει αργότερα ο ίδιος «τους προσλάβαμε (σ.σ.: μαζί με τον αδελφό του) ύστερα από μία αγγελία στις εφημερίδες. Οι απολαβές που είχαν ήταν ικανοποιητικές 30.000 δρχ. τον μήνα και σπίτι, πουλερικά και γάλα δωρεάν. Στην αρχή δούλεψαν σωστά, χωρίς προστριβές, με μοναδικά προβλήματά τους τα παιδιά. Κατόπιν άρχισαν οι ομηρικοί καβγάδες. Παραμελούσαν την εργασία τους, τους έκανα παρατηρήσεις. Ο μακαρίτης έπινε συνεχώς και ήταν μεθυσμένος. Έφευγε από τη δουλειά. Τη γυναίκα την έδερνε αλύπητα. Κατ΄ επανάληψη την είχα δει κτυπημένη από το ξύλο που της έδινε. Είχα διαπιστώσει, πάντως, ότι την αγαπούσε και τη ζήλευε. Τον συμβούλευα να συμμορφωθεί. Μάταια πάσχιζα» (από την κατάθεση του Δ. Τρουγκάκου, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Αθηνών). Αντίθετα, οι συγγενείς του Κοντού, αν και παραδέχτηκαν πως το θύμα «έπινε καμιά φορά», υποστήριξαν ότι έκανε τα πάντα για τη γυναίκα και τα παιδιά του και μάλιστα είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία, τη Λιβύη και αραβικές χώρες, προκειμένου να φέρει χρήματα στην οικογένειά του. Πρόσθεταν, επίσης, πως μολονότι η Κατερίνα δεν ήταν καλής διαγωγής και τον είχε «εξευτελίσει στον κόσμο», δεν αποφάσιζε να την χωρίσει λόγω των παιδιών, τα οποία υπεραγαπούσε. Eξάλλου, ο γείτονας του ζεύγους Τ. Δεδεμάδης, μιλώντας στον γράφοντα 15 χρόνια αργότερα τόνισε πως «και οι δύο ήταν εργατικοί και ήσυχοι. Περισσότερες σχέσεις είχαν με ένα γεροντάκι, τον κυρ-Βασίλη, που έχει πεθάνει. Αυτός καθόταν εδώ πέρα και το ζευγάρι πήγαινε καμιά φορά το μεσημέρι στο σπίτι του και τρώγανε». Σύμφωνα με τον Τ. Δεδεμάδη, το θύμα «είχε δημιουργήσει κάτι προβλήματα στην περιοχή. Σύχναζε στην ταβέρνα, όπου είχε κάνει μία φασαρία, του είχανε πάρει κι ένα μαχαίρι», ενώ η Κοντού «ήταν εργατική, όλη τη μέρα την έβλεπες με ένα παντελόνι τζιν, λερωμένη από πάνω μέχρι κάτω γιατί ήταν συνεχώς μέσα στο χοιροτροφείο. Ήταν μια γυναίκα κανονικού αναστήματος, αλλά ήταν δυναμική, δεν ήταν καμιά “ψόφια”, είχε σωματική δύναμη». «Έφυγε με δύο κακοποιούς» Σύμφωνα με τον Τ. Δεδεμάδη το απόγευμα της 25ης Μαρτίου «το θύμα πέρασε από τον κυρ-Βασίλη με το μηχανάκι και του φώναξε: “Θα την σκοτώσω την σκύλα”. Αλλά ο Βασίλης δεν κατάλαβε, νόμιζε πως του είπε “το σκυλί”. Μετά από λίγο, η Κατερίνα πήγε στον Βασίλη και του είπε πως ο άντρας της την κτύπησε. Πήγε, λοιπόν, ο Βασίλης κάτω στο χοιροτροφείο να τους τα φτιάξει. Θα κάθισε μισή ώρα. Μετά, πρέπει να έγινε ο φόνος. Αυτά μου τα είπε ο ίδιος ο κυρ-Βασίλης, μερικές μέρες μετά». Από την πλευρά του ο Δ. Τρουγκάκος δήλωσε στους δημοσιογράφους πως αργότερα το ίδιο απόγευμα είδε φωτιά να καίει στον χώρο του χοιροστασίου, από το οποίο αναδυόταν και μια περίεργη μυρουδιά, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία καθώς συνήθιζαν να καίνε λύματα στον εξωτερικό χώρο των εγκαταστάσεων. «Την Τρίτη το πρωί πήρε τηλέφωνο η γυναίκα του στο μαγαζί του αδελφού μου και άφησε παραγγελία να πάω στο χοιροστάσιο “γιατί άντρας μου μας άφησε και έφυγε και δεν ξέρω να χειριστώ τα μηχανήματα”. Όταν ήλθα εδώ (σ.σ. στο χοιροστάσιο) την βρήκα αναστατωμένη κι αλλαγμένη, αλλά ψυχρή. “Τι συμβαίνει;” της λέω. “Ήλθαν δύο κακοποιοί, τον πήραν και φύγανε” μ’ απάντησε. Δεν πίστεψα ότι “έφυγε” γιατί την Κυριακή (σ.σ.: την παραμονή του φόνου) είχα δουλέψει για τρεις ώρες με τον Χρήστο στο χοιροστάσιο […] και δεν φαινόταν να τον απασχολεί τίποτα. Ήξερα ότι είχαν καυγάδες γιατί τον τελευταίο καιρό ο Χρήστος μεθούσε, έπινε πολύ. Της είπα να πάει στην αστυνομία να καταγγείλει την εξαφάνιση. “Καλά” μου λέει. “Αύριο”. Την άλλη μέρα τη ρώτησα αν πήγε και μου απάντησε: “Όχι, και δεν θέλω να πάω στην αστυνομία. Τι δουλειά έχω εγώ;” Της είπα ότι θα πάω εγώ, γιατί αύριο μπορεί να γυρίσει ο άντρας της. “Όχι”, μ’ έκοψε “Δεν θα γυρίσει”. Τελικά, τηλεφώνησα στην αστυνομία κι έτσι αναγκάστηκε να καταγγείλει την εξαφάνιση» (εφ. Ελευθεροτυπία, 26 Απριλίου 1979, σελ. 3). Η δήλωση εξαφάνισης έγινε από την Κοντού στον Σταθμό Χωροφυλακής Παλλήνης στις 30 Μαρτίου, ενώ λίγες μέρες μετά, την εξαφάνιση δήλωσαν στο Παράρτημα Ασφαλείας Αγίας Παρασκευής και τα αδέλφια του θύματος, παρέχοντας επιπλέον πληροφορίες για τη συνθήκες διαβίωσης και τις διαφορές του αντρόγυνου. Το παιδί είδε τον φόνο Μετά την αποκάλυψη της δολοφονίας, τα αδέλφια του θύματος, με δηλώσεις τους στον Τύπο, ισχυρίστηκαν ότι η δράστις πραγματοποίησε τον φόνο με τη συνδρομή ενός ακόμα προσώπου, πιθανόν κάποιου από τους αδελφούς της, προσθέτοντας πως έχουν στα χέρια τους και σχετικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ωστόσο δεν παρουσίασαν. Πάντως, την ίδια εκδοχή διατύπωσε και ο συνήγορος υπεράσπισης Ευάγ. Βελώνιας σε συνέντευξη που παραχώρησε στον γράφοντα 15 χρόνια αργότερα. «Η Κοντού ήταν μια γυναίκα λεπτοκαμωμένη, αλλά με ιδιαίτερη φυσική δύναμη. Παρ’ όλα αυτά, εγώ έχω σχηματίσει την ακράδαντη πεποίθηση ότι το έγκλημα δεν το έκανε μόνη της» δήλωσε χαρακτηριστικά. «Δεν ήταν δυνατόν να μετακίνησε μόνη της το πτώμα του συζύγου της που ζύγιζε περισσότερο από 120 κιλά. Η ίδια όταν την ρώτησα σχετικά, μου έλεγε -και επέμενε σε αυτό- ότι το έγκλημα το έκανε μόνη της. Μόνο μία φορά μου είχε ότι είχε συμμετοχή και κάποιος άλλος. Εγώ έσπευσα να ελέγξω την εκδοχή αυτή και διαπίστωσα ότι το πρόσωπο αυτό, που επρόκειτο για έναν ηλικιωμένο άντρα, δεν ήταν δυνατόν να έχει επαφή με το έγκλημα (σ.σ.: πρόκειται, πιθανότατα, για τον ηλικιωμένο γείτονα του ζεύγους Κοντού, κυρ-Βασίλη)». Σε κάθε περίπτωση, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως η 6χρονη κόρη του ζευγαριού ήταν αυτόπτης μάρτυρας του εγκλήματος! Οι πρώτες σχετικές πληροφορίες διέρρευσαν στις 25 Απριλίου, ενώ στις 28 Απριλίου η εφημερίδαμΑπογευματινή δημοσίευσε μια αφήγησή της. «Εκείνη τη μέρα, ο μπαμπάς μάλωσε με τη μαμά. Εμένα και τα δύο αδελφάκια μου μας έβαλαν στο υπνοδωμάτιο και βλέπαμε τηλεόραση. Οι άλλοι δύο κοιμήθηκαν, εγώ έμεινα ξύπνια» περιέγραψε το 6χρονο κορίτσι. «Άνοιξα την πόρτα και πήγα στην κουζίνα. Ο μπαμπάς καθόταν στην καρέκλα. Η μαμά ήταν από πίσω του, κρατούσε ένα μεγάλο σίδερο, το σήκωσε και τον κτύπησε στο κεφάλι. Άκουσα και τον μπαμπά να λέει: “Μη Ρήνα, μη…” Η μητέρα μου στην αρχή δεν με είχε δει. Με είδε μετά, όταν άρχισε να τραβά τον μπαμπά προς τα έξω. Δεν μου είπε τίποτα. Με κλείδωσε μέσα στο δωμάτιο. Εγώ κατάλαβα ότι τον είχε σκοτώσει. Μετά από λίγη ώρα, είδα φωτιά στο μέρος που καίγαμε τα γουρούνια. Κόλλησα στο παράθυρο και είδα τη μαμά να ρίχνει ξύλα πάνω στον μπαμπά. Τον έκαιγε… μετά, ξύπνησα τον αδελφό μου Παναγιώτη. […] Όταν ρωτήσαμε τη μαμά τι έκανε, μας είπε ότι έκαιγε κάτι λάστιχα, μα δεν την πιστέψαμε. Μας είπε να λέμε ότι τον μπαμπά τον είχαν πάρει με το αυτοκίνητο δύο… μαύροι. […] Δεν το είπαμε πουθενά γιατί η μητέρα μάς είπε πως αν το μαρτυρούσαμε θα πάει φυλακή». Τονίζεται εδώ πως την εκδοχή ότι το θύμα δολοφονήθηκε μέσα στην κουζίνα του σπιτιού και όχι στο κατώφλι της εξώπορτας υποστήριξαν και οι συγγενείς του θύματος. «Η δράστις δεν σκότωσε τον άντρα της όταν ανύποπτος κατέβαινε τη σκάλα, αλλά μέσα στην κουζίνα. […] Εκεί που καθόντουσαν στην κουζίνα, σήκωσε τη χατζάρα και του την έφερε. Η αναπαράσταση ήταν φιάσκο» κατέθεσε μερικούς μήνες αργότερα στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Αθηνών, ο αδελφός του θύματος Π. Κοντός. Επιπλέον, στις 30 Απριλίου σε μερίδα του Τύπου δημοσιεύτηκε η πληροφορία ότι ένα οστούν, πιθανότατα από το κρανίο του θύματος, το οποίο εντόπισε ο Δ. Τρουγκάκος στον χώρο του χοιροστασίου, έφερε εμφανή ίχνη από μαχαίρι, στοιχείο που πιθανολογούσε το ενδεχόμενο η δράστις να είχε στην πραγματικότητα μαχαιρώσει τον άντρα της. Πάντως, η βασιμότητα της πληροφορίας αυτής δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ. Στις 27 Απριλίου, η Κοντού προσήχθη ενώπιον του εισαγγελέα Αντ. Φάκου, ο οποίος χαρακτήρισε το έγκλημα ως «ιδιαζόντως απεχθές», κάτι που εκείνη την περίοδο επέσυρε την ποινή του θανάτου. Απολογούμενη, η Κοντού επανέλαβε πως «με κυνηγούσε με ένα μαχαίρι και ήθελε να με σκοτώσει. Αν δεν πρόφτανα εγώ, θα με σκότωνε εκείνος. Ήταν μεθύστακας. αλήτης, χασικλής. Μ’ έδερνε με το παραμικρό. Η ζωή μου ήταν κόλαση μαζί του». Αμέσως μετά, κατά τη μεταφορά της στον ανακριτή, απειλήθηκε εκ νέου με λυντσάρισμα από τους συγγενείς του θύματος. Η δίκη Η δίκη για την υπόθεση πραγματοποιήθηκε στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Αθηνών στις 14 και 15 Φεβρουαρίου 1980. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, η Κατερίνα Κοντού εμφανίστηκε στο δικαστήριο κρατώντας στην αγκαλιά ένα βρέφος 3 μηνών, που γεννήθηκε στη φυλακή και το οποίο η κατηγορουμένη δεν ήθελε να αποχωριστεί. Αξίζει να σημειωθεί πως τα αδέλφια του θύματος εξέφρασαν ζωηρές επιφυλάξεις για την πατρότητα του παιδιού αυτού. Καταθέτοντας ο αδελφός του θύματος Πέτρος Κοντός, είπε μεταξύ άλλων: «[Η δράστις] Ήταν σε θέση να τον σκοτώσει μόνη της, την βοήθησαν όμως κατόπιν και τα αδέλφια της. […] Την πράξη της την ομολόγησε μετά από 31 μέρες. Έκανε το έγκλημα με μυαλό και μεθοδικότητα. Το θάρρος της έφτασε στο σημείο να αναφέρει εξαφάνιση του συζύγου της. Από χρόνια προμελετούσε το έγκλημα. […] Την ημέρα του φόνου η κατηγορουμένη μου είπε ότι ο άντρας της, ο αδελφός μου, πήρε το διαβατήριό του και τα χρήματα και έφυγε παρέα με άλλα δύο άτομα για λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Υποψιάστηκα ότι όλα αυτά ήσαν παραμύθια και ότι αυτή σκότωσε τον αδελφό μου. Τον φοβέριζε ότι θα τον σκοτώσει. Δεν φανταζόμουνα ποτέ πως ο Χρήστος θα άφηνε τη φαμίλια του, αν και της είχε πολλά μαζεμένα. Τον απατούσε συνεχώς, του έτρωγε τη σοδειά από τα κτήματά μας, δεν του μαγείρευε και γενικά δε τον φρόντιζε. Και άλλη μια φορά αποπειράθηκε να τον σκοτώσει με ένα τσεκούρι […]. Το 1976 ήρθαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν στον Νέο Κόσμο. Λίγο αργότερα, εγώ και ο αδελφός μου ξενιτευτήκαμε στην Τρίπολη της Λιβύης για να εργασθούμε. Εκείνος κάθισε έξι μήνες και γύρισε. Στο διάστημα αυτό, η κατηγορουμένη έλεγε πως εργαζόταν, αν και δεν εργαζόταν. […] Είχε σχέσεις με έναν ακαμάτη επιπλοποιό και με άλλους. Ο Χρήστος, από τη δουλειά του στην ξενιτιά, έφερε 250 χιλ. δρχ., που τα χάλασε για να φτιάξει τα δόντια της η φόνισσα και για να της αγοράσει οικιακά σκεύη. […] Η συμπεριφορά του αδελφού μου ήταν άψογη. Δεν ήμουν μπροστά, αλλά ξέρω ότι δεν την κτύπαγε. […] Ο αδελφός μου έπινε σαν άνθρωπος, αλλά δεν είδα ποτέ να κτυπάει τη γυναίκα του. […] Τον σκότωσε για να έχει την ελευθερία της για να ξεπορτίζει με όλους τους αγαπητικούς της. Έχει έναν εγκληματικό και ατίθασο χαρακτήρα. […]». Στο ίδιος μήκος κύματος κινήθηκαν και τα άλλα δύο αδέλφια του θύματος που κατέθεσαν (Ελένη Πίκκολα και Γιώργος Κοντός), δίνοντας έμφαση στον χαρακτήρα της («Ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας») και στην εξωσυζυγική της ζωή («Η κατηγορουμένη είχε πολλούς εραστές»). Ο κτηνίατρος του χοιροστασίου Θ. Χατζηβέης ανέφερε πως «το θύμα ήταν μέθυσος και έδερνε τη γυναίκα του, η οποία ισχυριζόταν ότι ο άντρας της από τη μία φυλακή έβγαινε, στην άλλη έμπαινε γιατί ήταν κακοποιός. Τα παιδιά τους μου είπαν πως ο μπαμπάς τους έδερνε τη μαμά. Τον συμβούλευσα να μην το ξανακάνει αλλά μου είπε πως αυτά είναι κουτσομπολιά. Επίσης, από καιρού εις καιρόν, εγκατέλειπε την οικογένειά του και άλλοτε πήγαινε στη Λιβύη, άλλοτε δε στη Γερμανία. […] Η δράστις πρόσεχε τα παιδιά της με το παραπάνω. Έτρεχαν, κυλιόντουσαν, έπαιζαν, λερώνονταν, πάσχιζε να τα έχει καθαρά. Και ήταν, αντιλαμβάνεσθε, βρωμότοπος το χοιροστάσιο. […] Μια φορά, το θύμα μαστίγωσε τη γυναίκα του και εκείνη έτρεξε να κρυφτεί στα στάχυα. […] Με αυτό το μαστίγιο (σ.σ.: τον βούρδουλα που επικαλέστηκε η Κοντού) θα μπορούσε και να την σκοτώσει». Ακόμα, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, κατέθεσαν ο Δ. Τρουγκάκος, οι αξιωματικοί της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας που διενήργησαν την προανάκριση, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας όπου σύχναζε ο Κοντός, ο οποίος επιβεβαίωσε πως το θύμα «έπινε πολύ» και μάλιστα «όταν ήταν μεθυσμένος μια φορά, γύρισε να με μαχαιρώσει, αλλά πρόλαβα και τον αφόπλισα», καθώς και ο φερόμενος ως εραστής της Κοντού, ο οποίος διέψευσε την πληροφορία αυτή. Η απολογία της κατηγορούμενης διήρκεσε περίπου τρεις ώρες και διακόπηκε αρκετές φορές, εξαιτίας λιποθυμικών επεισοδίων λόγω της έντονης συγκίνησής της. Στην αρχή, περιέγραψε τη ζωή της έως την ημέρα του φόνου: «Ο άντρας μου με απειλούσε ότι θα με σκοτώσει, με έδερνε και τέτοια. […] Με παρατούσε και πλάγιαζε στο διπλανό δωμάτιο με την αδελφή του. […] Η ζωή μου από την πρώτη νύχτα του γάμου μου ήταν μια κόλαση» υποστήριξε η Κοντού και συνέχισε: «Ο άντρας μου ήταν τεμπέλης, ακαμάτης και βάρβαρος. Ξενοδούλευα για να αναστήσω τα τρία μας παιδιά. Με έβριζε συνεχώς, με φοβέριζε και με κτυπούσε αλύπητα. Συνεχώς ήταν μεθυσμένος. Το πιοτό ήταν το πάθος του. Όλο φασαρίες έκανε και με απειλούσε με μαχαίρι. Έξι μήνες είχε φύγει και δεν μου έστειλε δραχμή. Δεν τον ένοιαζε πως περνούσαμε. Τρεις-τέσσερις φορές κλείστηκε στον Κορυδαλλό για καυγάδες και για χρέη. Για να βγει από τη φυλακή, μου έστειλαν λεφτά τα αδέλφια μου από το χωριό. Η ασφάλεια επειδή είχε μάθει πως είχε όπλο, μας έκανε έρευνα στο σπίτι. Το έκρυψα εγώ στην αυλή μας. Αν δεν το ‘κανα, θα με σκότωνε. Ήταν αλκοολικός, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς το πιοτό. Έπινε πρωί, μεσημέρι, βράδυ. […] Εγώ δούλευα μέρα-νύχτα για να μην πεθάνουμε από πείνα. Αντί να με ευχαριστήσει, με σακάτευε στο ξύλο. Για να μην με κτυπάει, αναγκάστηκα να του πως είμαι έγκυος και τότε εκείνος με απείλησε ότι θα με σφάξει». Ακολούθως παρουσίασε μία κάπως διαφοροποιημένη σε σχέση με τις αρχικές της καταθέσεις (όμως σύμφωνα με τα άλλα στοιχεία, εγγύτερη στα πραγματικά περιστατικά) εκδοχή για τις συνθήκες υπό τις οποίες διέπραξε τον φόνο. Άρχισε την εξιστόρηση, αναφέροντας ότι «την ημέρα του φόνου, ήταν από το πρωί ως το βράδυ μεθυσμένος. Ζήτησε ένα μπουκάλι κονιάκ που το είχα κρυμμένο, αλλά αρνήθηκα να του το δώσω. Μου φώναξε αγριεμένος πως θα με σφάξει. Αναγκάστηκα να του δώσω. Έπειτα πήγαμε στον γείτονά μας, τον μπάρμπα-Βασίλη, όπου ήπιε μπόλικο κρασί. Δύο ώρες καθίσαμε εκεί και έπειτα εκείνος φεύγοντας με το μηχανάκι μου φώναξε να φέρω κρασί. Επειδή ήταν μεθυσμένος εγώ παρεκάλεσα τον μπάρμπα-Βασίλη να έρθει μαζί μας στο σπίτι, γιατί θα με σκοτώσει. Ωστόσο εκείνος αρνήθηκε και έτσι γύρισα πεζή με τα παιδιά στο σπίτι. Τότε, ξαναρίχτηκε πάνω μου και με αυτόν τον βούρδουλα με σακάτεψε στο ξύλο». Στη συνέχεια, όπως είπε η ίδια «του πήγα το κρασί, αλλά το έσπασε το μπουκάλι. Με σακάτεψε στο ξύλο μπροστά στη μεγάλη μας κόρη, που με λυπήθηκε και φώναξε: “Μαμά μου, σε σκότωσε”. Ανάλγητος εκείνος με έβριζε: “Σκύλα! Βρώμα! Πουτάνα!” Είδα και έπαθα να του ξεφύγω. Έτρεξα και κρύφτηκα στα στάχυα. Λίγο αργότερα, ζήτησα βοήθεια από τον μπάρμπα-Βασίλη. Μετά γύρισα σπίτι. Ετοίμασα δύο καφέδες του μπάρμπα-Βασίλη και του Χρήστου. Εκείνος μου πέταξε το φλιτζάνι στο πρόσωπο και μου είπε: “Αι σιχτίρ, πουτάνα!” Ύστερα, όταν ο μπάρμπα-Βασίλης έφυγε, ο Χρήστος φώναξε: “Θα σφάξω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου απόψε” […]. Έβαλα τα παιδιά να κοιμηθούν κάτω από το κρεβάτι και εκείνος κρατώντας μαχαίρι φώναζε: “Πού είσαι βρε πουτάνα; Πού έχεις βάλει τα παιδιά;” Ό,τι έκανα, για τα παιδιά μου το ‘κανα. Θα του ‘φευγα κι ας με αναζητούσε. Πίστεψα πως δεν θα γλίτωνα εγώ και τα παιδάκια μου… Ούρλιαζε εκείνος πως δεν θα του γλιτώναμε. Ζαλισμένη από τα κτυπήματα, ούτε ήξερα τι έκανα. Άρπαξα μια σωλήνα και ενώ εκείνος ανέβαινε τη σκάλα, τον κτύπησα. Τη σωλήνα τη βρήκα στη βεράντα. […] Του έδωσα δύο κτυπήματα, ζαλίστηκε και έπεσε με το κεφάλι προς τα κάτω. Εκεί, αμέσως τον ξανακτύπησα δύο, τρεις, τέσσερις φορές ακόμη. Τον κτύπησα και στο τσιμέντο. […] Τα παιδιά δεν ξύπνησαν με τον θόρυβο. Τα αγγελούδια μου κοιμόντουσαν… Φοβήθηκα, τότε, τα αδέλφια μου και κοίταξα να εξαφανίσω το πτώμα. Έκανα κουράγιο κ. Πρόεδρε γιατί είχα παιδί στα σπλάχνα μου. Αχ, η άμοιρη… Καλύτερα να με είχε σκοτώσει». Καταλήγοντας, η Κοντού είπε: «Την απόφαση να τον σκοτώσω την πήρα εκείνο το βράδυ. […] Μάρτυράς μου ο θεός πως δεν ήξερα τι έκανα. Δεν θέλω να λυπηθείτε εμένα, τα παιδιά μου να λυπηθείτε». Ο εισαγγελέας δεν πείσθηκε από τα επιχειρήματα της κατηγορούμενης και της υπεράσπισής της και στην αγόρευσή του πρότεινε να κηρυχθεί η Κοντού ένοχη κατά το κατηγορητήριο, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. «Έχομεν ανθρωποκτονία εκ προθέσεως που ετελέσθη με ήρεμον φυσικήν κατάστασιν» σημείωσε χαρακτηριστικά προσθέτοντας ότι η Κοντού «είναι μια ψυχρή γυναίκα που σκέπτεται και πράττει», η οποία επιπλέον «σπίλωσε τη μνήμη του νεκρού θύματός της κατά τον ελεεινότερον τρόπο». Το απόγευμα της 15ης Φεβρουαρίου, το Δικαστήριο με ψήφους 4-3 την έκρινε ένοχη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ιδιαζόντως απεχθή, και την καταδίκασε στην ποινή των ισοβίων δεσμών. Όπως τόνιζαν τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, η Κοντού άκουσε την απόφαση με ψυχραιμία και ανακούφιση, καθώς πίστευε ότι θα καταδικαζόταν στην ποινή του θανάτου. Όπως η… Κόζα Νόστρα Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι η εξαφάνιση ενός πτώματος, μέσω του τεμαχισμού του και της απόρριψης των τμημάτων του σε γουρούνια ώστε να φαγωθεί και να μην μείνουν ίχνη, αποτελούσε μία από τις συνηθέστερες «πρακτικές» της θεωρούμενης ως την πλέον σκληρή μαφία διεθνώς, της σικελικής Κόζα Νόστρα (Cosa Nostra). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του 1981, όταν η μαφία του χωριού Κορλεόνε δολοφόνησε 200 μέλη αντίπαλων «οικογενειών» των οποίων τα πτώματα κατόπιν διαλύθηκαν σε οξύ, θάφτηκαν σε τσιμέντο ή ρίχθηκαν σε γουρούνια. Ακόμα, ο Τζιουζέπε Γκρέκο (Giuseppe Greco, 1952-1985), ένας από τους πιο γνωστούς και στυγνότερους εκτελεστές της οργάνωσης, συνήθιζε να εξαφανίζει τα πτώματα είτε ρίχνοντάς τα σε βαρέλια ή μπανιέρες με οξύ είτε ως τροφή στα γουρούνια. Σημειώνεται, τέλος, ότι η «υπόθεση Κοντού» παρουσιάστηκε με ορισμένες παραλλαγές σε δευτερεύοντα στοιχεία της (ώστε να μην «φωτογραφίζει» απολύτως την πραγματική ιστορία) στη σειρά δραματοποιημένων ντοκιμαντέρ «Κόκκινος Κύκλος» του τ/σ ALPHA στο επεισόδιο με τίτλο «Χοιροστάσιο» (α’ προβολή: 8 Μαΐου 2001). Το σενάριο και η σκηνοθεσία ήταν του Χρήστου Δήμα, ενώ τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν η Ναταλία Δραγούμη και ο Γιώργος Γιαννόπουλος. Δείτε το επεισόδιο, χωρισμένο σε 4 μέρη: ΜΕΡΟΣ 1 ΜΕΡΟΣ 2 ΜΕΡΟΣ 3 ΜΕΡΟΣ 4 ΠΗΓΕΣ
- Αρχείο εφημερίδων Η Βραδυνή, Απογευματινή και Ελευθεροτυπία - Περιοδικό Επιθεώρηση Χωροφυλακής, τχ. 1148, Ιούνιος 1979 (σελ. 443-445) - Συνεντεύξεις με τους Τάσο Δεδεμάδη (23 Σεπτεμβρίου 1994) και Ευάγγελο Βελώνια (4 Οκτωβρίου 1994) - John Dickie: Κόζα Νόστρα. Η ιστορία της σικελικής Μαφίας, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2007 eglima.wordpress.com
0 Comments
Leave a Reply. |